-
1 εγγραφή
ἐγγράφωmake incisions into: aor subj pass 3rd sgἐγγραφῆι, ἐγγραφεύςregistrar: masc dat sg (epic ionic)ἐγγραφήregistration: fem dat sg (attic epic ionic) -
2 ἐγγραφῇ
ἐγγράφωmake incisions into: aor subj pass 3rd sgἐγγραφῆι, ἐγγραφεύςregistrar: masc dat sg (epic ionic)ἐγγραφήregistration: fem dat sg (attic epic ionic) -
3 εγγραφή
-
4 ἐγγραφή
-
5 εγγραφη
ἥ1) внесение в список, записывание, регистрация2) список -
6 εγγράφη
ἐγγράφωmake incisions into: pres subj mp 2nd sgἐγγράφωmake incisions into: pres ind mp 2nd sgἐγγράφωmake incisions into: pres subj act 3rd sg -
7 ἐγγράφῃ
ἐγγράφωmake incisions into: pres subj mp 2nd sgἐγγράφωmake incisions into: pres ind mp 2nd sgἐγγράφωmake incisions into: pres subj act 3rd sg -
8 εγγραφή
η1) вписывание; запись; занесение, внесение в список; зачисление; регистрация;εγγραφή υποθήκης — запись в ипотечных книгах;
εγγραφή στον κατάλογο — внесение в список;
2) муз. запись (на плёнку и т. п.);εγγραφή σε δίσκο γραμμοφώνου — граммофонная запись;
εγγραφή σε ταινία — запись на плёнку;
3) подписка (на газету и т. п.);εκδοση με εγγραφή συνδρομητών — подписное издание;
4) прикрепление (к организации) -
9 εγγραφή
[энграфи] ουσ. Θ. записываниеΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > εγγραφή
-
10 ἐγγραφή
-ῆς ἡ N 1 0-1-0-0-0=1 2 Chr 21,12 -
11 εγγραφή
[энграфи] ουσ θ записывание. -
12 ἐγγραφή
A registration,πολιτῶν Arist.Ath.43.1
, cf. Ph.2.51; of persons on the list of their deme, D.39.5 (pl.), IG22.1028.6 (pl.); of ἄτιμοι, D.25.28; of public debtors, Id.37.6; of those subject to penalties, Arist.Pol. 1322a1 (pl.).2 Geom., inscribing of a figure, Papp. 150.8, al.; cf. ἐκγραφή. -ής, ές, = ἔγγραφος, Anon. in EN245.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγγραφή
-
13 ἐγγραφή
ἐγ-γραφή, ἡ, das Einschreiben; τῶν ϑεσμοϑετῶν, Dem. 25, 28 u. Sp., bes. in Athen, Einschreibung in die Bürgerrolle, αἱ εἰς τοὺς δημότας Dem. 39, 5; auch die Einschreibung der zu einer Geldstrafe Verurteilten auf Tafeln, die auf der Akropolis aufgestellt wurden -
14 εγγραφή
kayıt -
15 εγγραφή
1) adhésion2) enregistrement -
16 εγγραφή
1) rejestracja (f) rzecz.2) zapis (m) rzecz. -
17 εγγραφή
1) přihláška2) registrace3) zápis4) zapsání5) záznam -
18 εγγραφή
1) enrolment2) registrationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > εγγραφή
-
19 izhar
έγγραφη δήλωση, έγγραφη έκθεση -
20 kaydedilme
εγγραφή, καταγραφή
См. также в других словарях:
ἐγγραφή — registration fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγγραφή — η (AM ἐγγραφή) η καταχώριση σε βιβλίο ή κατάλογο τού ονόματος προσώπου, πράξης ή γεγονότος νεοελλ. 1. καταγραφή ατόμου σε κατάλογο, πίνακα με προσκόμιση πιστοποιητικών («εγγραφή στους στρατολογικούς καταλόγους, στο σχολείο», «εγγραφή… … Dictionary of Greek
εγγραφή — η 1. η καταχώριση ονόματος, πράξης ή γεγονότος σε κατάλογο ή βιβλίο: Άρχισαν οι εγγραφές των μαθητών. 2. (μαθ.), η γραφή ορισμένου γεωμετρικού σχήματος μέσα σε άλλο: Εγγραφή κύκλου σε κανονικό τετράπλευρο. 3. η αποτύπωση οποιασδήποτε πληροφορίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐγγραφῇ — ἐγγράφω make incisions into aor subj pass 3rd sg ἐγγραφῆι , ἐγγραφεύς registrar masc dat sg (epic ionic) ἐγγραφή registration fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγράφῃ — ἐγγράφω make incisions into pres subj mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres ind mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… … Dictionary of Greek
ἐγγραφαί — ἐγγραφή registration fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφήν — ἐγγραφή registration fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγραφῶν — ἐγγραφή registration fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… … Dictionary of Greek